- γοήτευση
- [-ις (-εως)] η очаровывание, околдовывание; обольщение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κήλησις — κήλησις, ἡ (Α) [κηλώ] 1. κατάθελξη, γοήτευση, καταμάγευση με ξόρκια («θηρίων τε καὶ νόσων κήλησις», Πλάτ.) 2. μτφ. γοήτευση από ρητορικό λόγο ή από μουσική και ευχάριστους ήχους («δικαστῶν και ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων κήλησις», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
κατήχηση — Στοιχειώδης διδασκαλία του δόγματος της χριστιανικής πίστης. Αρχικά, η κ. απευθυνόταν προς τους ενηλίκους που επρόκειτο να βαπτιστούν· σήμερα απευθύνεται κυρίως στα παιδιά (κατηχητικά σχολεία). K. ονομάζεται και το σχετικό βιβλίο που… … Dictionary of Greek